Άνθρωποι και… παράσιτα
Υπάρχουν οι άνθρωποι, υπάρχουν και οι άνθρωποι-παράσιτα. Τους δεύτερους πρέπει, πάσει θυσία, να τους αποφεύγουμε. Ομως δεν είναι εύκολο. Κι αυτό, διότι τα παράσιτα είναι χαμηλής, συνήθως, νοημοσύνης μεν, ύπουλα και αρκετά πονηρά δε, ώστε να μπορούν να μας ξεγελούν.
Αλλοι γελιούνται για λίγες ώρες ή μέρες, άλλοι για μήνες, άλλοι για χρόνια ή ακόμα και για μια ζωή. Τα παράσιτα, βλέπεις, σε κάνουν να τα λυπηθείς και να τα συμπαθήσεις, πριν καταλάβεις πόσο βρώμικο παιχνίδι έπαιξαν στην πλάτη σου.
Αυτά, λοιπόν, τα παράσιτα, δεν ανήκουν σε συγκεκριμένη φυλή, κοινωνική ομάδα, φύλο ή ηλικία και κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ως φυσιολογικοί άνθρωποι. Γι’ αυτό κι είναι δύσκολο ν’ αναγνωριστούν με την πρώτη επαφή. Η γνωριμία όμως με ένα, αρκεί για να μπορείς ν’ αναγνωρίσεις όποιο άλλο βρεθεί στον δρόμο σου και να το στείλεις από κει που ‘ρθε, με συνοπτικές διαδικασίες.
Απόλυτα ανασφαλείς, επιπόλαιοι και ματαιόδοξοι, άνθρωποι με κάτω του μετρίου εμφάνιση και iq, έχουν ανάγκη της αποδοχής του αντιθέτου φύλου σε τέτοιον βαθμό, ώστε δεν ντρέπονται να παρουσιαστούν με ψεύτικο πρόσωπο και φτάνουν να προσφέρονται ως άλλοι σκλάβοι στο εκάστοτε αντικείμενο ενδιαφέροντός τους, προκειμένου να το κερδίσουν, χωρίς, φυσικά, να το εννοούν.
Τουναντίον, το ζητούμενο είναι να σκλαβώσουν και να εξουσιάσουν το θύμα τους, ούτως ώστε να έχουν όλον τον χρόνο να το πνίξουν με τα ψέμματα και τις μεγαλοϊδεοληψίες τους. Η μέθοδος, αρχικά μια ωραιοποιημένη ταυτότητα, κολακεία σε βαθμό αηδίας, τεράστια λόγια χωρίς ίχνος αλήθειας και με μηδενικό αντίκρυσμα κι ακολούθως μεμψιμοιρία και αναφορά πραγματικών ή φανταστικών, μικρών ή μεγάλων προβλημάτων τους, στα οποία γνωρίζουν καλά, πως κάθε άνθρωπος, με έστω κι ελάχιστη ευαισθησία, θ’ ανταποκριθεί και στα οποία, ως ασυνείδητοι που είναι, δεν θα διστάσουν να τον εμπλέξουν, αν και όσο αυτό τους χρειάζεται, αδιαφορώντας για ό,τι μπορεί να του προξενήσουν.
Άκρως εγωκεντρικοί, μίζεροι, ανώριμοι και επιφανειακοί, άνθρωποι κενοί, ανίκανοι να εκτιμήσουν αισθήματα και αρετές που όχι μόνο δε διαθέτουν, αλλά ούτε καν αντιλαμβάνονται στην ουσία τους, όπως η ειλικρίνεια ή η τιμιότητα. Γι’ αυτούς είναι άγνωστες λέξεις. Όπως επίσης η εμπιστοσύνη, ο σεβασμός, η εκτίμηση, η αλήθεια, η αγάπη, η δοτικότητα, η πίστη, το φιλότιμο, η αιδώς και πολλά άλλα.
Θεωρούν υποχρεωτική, άρα και δεδομένη, την άνευ όρων προσφορά και στήριξη των ανθρώπων με τους οποίους συνδέονται, ενώ τους προδίδουν με άπειρη ευκολία, αφού είναι ανίκανοι να νοιώσουν το παραμικρό συναίσθημα γι’ αυτούς, παρά τους αντιλαμβάνονται και τους αντιμετωπίζουν, σαν προσωπική τους ιδιοκτησία. Αχώριστοι και χρησιμότεροι φίλοι τους, το ψέμμα κι η υποκρισία.
Οι άνθρωποι-παράσιτα, δε γνωρίζουν ποιοι πραγματικά είναι. Είναι μια σειρά από προσωπεία, τα οποία αλλάζουν ανά πάσα στιγμή, ανάλογα με το ποιο θα τους βοηθήσει να πάρουν αυτό που θέλουν. Μοναδική αλήθεια που γνωρίζουν, το ψέμμα τους. Και, κρίνοντας πάντα εξ’ ιδίων, θεωρούν ψέμμα, την αλήθεια των άλλων. Επιδιώκουν φανατικά την καλοπέρασή τους και την τόνωση της πτωχής αυτοπεποίθησής τους, με οποιονδήποτε τρόπο επιλέξουν, εις βάρος οποιουδήποτε.
Χαρακτηριστικότερη διαταραχή τους ο ναρκισσισμός κι η ανάγκη τους να επιβεβαιώνονται μέσω τρίτων, παντί τρόπω, αδιαφορώντας για τα προβλήματα ή ακόμα και τη διάλυση που φέρνουν στις ήδη ευάλωτες (σημαντικές, υποτίθεται) σχέσεις τους. Για την ακρίβεια, είναι ανίκανοι να δημιουργήσουν αληθινές σχέσεις.Εκμεταλλεύονται απροκάλυπτα το συναίσθημα που παίρνουν, χρησιμοποιώντας τον ερωτικό τους σύντροφο ως μέσο για να αναδεικνύονται και φυσικά μια τέτοια σχέση, δεν είναι δυνατόν να έχει μέλλον, εφόσον τα θεμέλιά της είναι σαθρότατα έως ανύπαρκτα.
Τα πηγαίνουν καλά με τον σύντροφο/εργαλείο τους όσο καλύπτει τις ανάγκες τους και μέχρι να αντιληφθεί το θέατρο ή να θέσει το θέμα της αγάπης και της αλληλοπροσφοράς.
Τότε είναι που η σχέση παίρνει την κατιούσα και πολύ σύντομα διαλύεται, ενώ, φυσικά, έχουν ήδη βρει τον επόμενο σύντροφο/εργαλείο. Δηλώνουν, δηλαδή, έρωτα κι αγάπη στο εκάστοτε ταίρι τους, ενώ στην πραγματικότητα είναι ερωτευμένοι ΜΟΝΟ με τον εαυτό τους, απλά έχουν απόλυτη ανάγκη να υπάρχει πάντα κάποιος δίπλα τους που να τους θαυμάζει και να τους δείχνει προτίμηση, γιατί μόνο έτσι μπορούν να εκτιμήσουν κι οι ίδιοι τον εαυτό τους.
Έρμαια αυτής τους της ανάγκης, αλλάζουν συχνά συντρόφους, διότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να κρύβουν την πραγματικότητά τους για πολύ καιρό.
Ξέρουν πόσο λίγοι και μικροί είναι στην πραγματικότητα, γι’ αυτό και φροντίζουν να πλασάρονται ως αξιολάτρευτοι, αξιολογότατου χαρακτήρος, καλοί σαμαρείτες, αμέμπτου ηθικής, πράγματα δηλαδή των οποίων δεν κατέχουν καν την ουσιαστική σημασία. Δεν παραλείπουν δε, να τονίζουν σε κάθε ευκαιρία αυτά τα χαρίσματα, που θα ήθελαν πολύ να έχουν, ως ήδη υπάρχοντα, περιμένοντας ή κι απαιτώντας ακόμα, να τους τα επιβεβαιώσει το ταίρι τους.
Τους είναι, λοιπόν, αδύνατον να ανεχτούν για πολύ κάποιον που δεν τους επαινεί συνεχώς, αλλά τους μιλά με τη γλώσσα της αλήθειας, την οποία συνειδητά ή μη, αντιλαμβάνονται ως ψέμμα ή υπερβολή, αρνούμενοι να δουν την ουσία τους, διότι ένα τέτοιο τεράστιο ναρκισσιστικό πλήγμα, θα τους διέλυε.
Πολύ χαρακτηριστική, επίσης, είναι κι η εντονότατη τάση τους να προβάλλουν τις δικές τους αδυναμίες κι ελαττώματα, στους άλλους.
Αδιαφορούν παντελώς για τις συναισθηματικές ανάγκες των άλλων, όσο κι αν ισχυρίζονται το αντίθετο, υποκρίνονται όμως πως τους καταλαβαίνουν, για να επιτύχουν δικούς τους σκοπούς. Αξιώνουν κατανόηση και συγχώρεση ο,τιδήποτε κι αν κάνουν, οσοδήποτε κι οποιονδήποτε κι αν πληγώσουν, πιστεύοντας ακράδαντα πως το δικαιούνται, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζουν κανέναν, εκτός του εαυτού τους.
Χρησιμοποιούν ανόητες, ανυπόστατες, ανήκουστες, αστείες δικαιολογίες και ψεύτικα δάκρυα, προκειμένου να γίνει δεκτή οποιαδήποτε αθλιότητα κάνουν κι όταν δεν συμβαίνει αυτό, θυμώνουν και γίνονται προκλητικοί, κατηγορώντας τους άλλους.
Ασφαλώς, δεν την παραδέχονται ποτέ ως έχει, αλλά χαρίζουν στην κάθε τους αθλιότητα ονόματα όπως “χαζομάρα” ή “σαχλαμάρα” στην προσπάθειά τους να μειώσουν τη σημασία, άρα και το αντίκτυπό της. Είναι ανίκανοι να αντιληφθούν και να ενδιαφερθούν για τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους. Είναι ανίκανοι να σεβαστούν ο,τιδήποτε κι οποιονδήποτε, ανίκανοι να εκτιμήσουν ό,τι κι αν τους δίνεται, θεωρώντας το, λίγο.
Διακατέχονται μονίμως από το αίσθημα του ανικανοποίητου. Κι όταν κάποιος τους προσφέρει απλόχερα, ενθουσιάζονται μ’ αυτό, αλλά συνεχίζουν να πιέζουν και να απαιτούν, γεμίζοντάς τον ενοχές, ενώ οι ίδιοι όχι μόνο δεν προσφέρουν τίποτα, αλλά συγχρόνως ψάχνουν κι από αλλού κάλυψη.
Δεν τους αρκεί κανείς και τίποτα, δεν νοιώθουν ευχαριστημένοι και δε θα είναι ποτέ, όσο αρνούνται να κατανοήσουν πως το είδος και το τρομακτικό μέγεθος του εσωτερικού τους κενού, δεν είναι εφικτό να καλυφθεί από άλλους ανθρώπους.
Η αυτογνωσία δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιό τους. Τους είναι αφόρητη ακόμα και η ιδέα του να κοιτάξουν μέσα τους. Ξέρουν καλά πως η πραγματικότητά τους, απέχει παρασάγγας απ’ την ναρκισσιστική εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους, και μια τέτοια κίνηση, θα έθετε σε κίνδυνο την τόσο εύθραυστη αυτοεκτίμησή τους. Άρα και θεωρούν αυτονόητη την αλλαγή των γύρω τους, κατά τρόπο τέτοιον, ώστε να μην διαταράσσεται ποτέ η προσωπική τους, πλασματική, γαλήνη.
Βαθιά συμπλεγματικοί, διψούν για αποδοχή απ’ το περιβάλλον τους, κι ενώ ξέρουν ότι δεν την αξίζουν, πείθονται, με ιδέες μεγαλομανίας, πως οι άλλοι τους χρωστούν τα πάντα, χωρίς να χρειάζεται οι ίδιοι να προσφέρουν κάτι περισσότερο της (σημαντικότατης, κατ’ αυτούς) παρουσίας τους. Βέβαια, υπόσχονται, θυσιάζονται και δίνουν το αίμα τους για αυτόν που έχουν κοντά τους, αλλά μόνο στα λόγια.
Τα λόγια, είναι το μόνο μέσον πειθούς που διαθέτουν, γι’ αυτό κι έχουν εκπαιδευτεί να τα χρησιμοποιούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στην πράξη, όμως, δεν προτίθενται να κάνουν το παραμικρό, εκτός κι αν έτσι εξυπηρετούν κάποια προσωπική τους ανάγκη. Θεωρούν πως όλα τους οφείλονται, ενώ οι ίδιοι δεν οφείλουν παρά μόνο στον εαυτό τους. Απαιτούν τα πάντα με πιεστικό τρόπο, μιζέρια κι απειλές, ενώ, κενοί οι ίδιοι, δεν μπορούν, δεν έχουν, μα και δε θέλουν να προσφέρουν τίποτα.
Μέσα τους έχουν πιστέψει πως αξίζουν να έχουν ό,τι κι αν θελήσουν από όποιον κι αν το θελήσουν, χωρίς ουσιαστική προσπάθεια από πλευράς τους, παρόλη την μεμψιμοιρία και τη μιζέρια η οποία τους διακρίνει. Αυτή είναι μια πολύ χαρακτηριστική αντίφαση, που αποτελεί κύριο γνώρισμα του ανθρώπου-παράσιτο.
Εχουν, δηλαδή, ένα πολύ ιδιαίτερο, στρεβλό, σύστημα αξιών, το οποίο απαντάται μόνο στο συγκεκριμένο είδος. Με ανάλογα στρεβλό τρόπο, ερμηνεύουν σχέσεις, αισθήματα κι έννοιες, μεταξύ άλλων κι αυτή της αξιοπρέπειας, έτσι ώστε να νοιώθουν, τελικά, καλά με τον εαυτό τους.
Όσοι είχαν την ατυχία να συναναστραφούν κάποιον τόσο δυσλειτουργικό, θα γνωρίζουν πολύ καλά, το πόσο ρηχές και προβληματικές σχέσεις δημιουργεί και το μέγεθος της ζημιάς που τελικά προκαλεί, το οποίο εξαρτάται από την ευαισθησία αλλά και τον βαθμό νοημοσύνης του θύματος, από το πόσο κοντά στο παράσιτο βρέθηκε και για τι διάστημα. Είναι γεγονός πως για τον άνθρωπο-παράσιτο, μόνο ο εαυτός του έχει αξία. Οι άλλοι θεωρούνται αναλώσιμοι. Σκοπός της ύπαρξής του να τους χρησιμοποιεί για να ικανοποιεί τις ανάγκες του, σκοπός της ύπαρξής τους, να τον υπηρετούν, όπως και για όσο το χρειάζεται. Ασφαλώς, δεν δύναται να κατανοήσει πόσο ζημιώνεται και πόσα χάνει κι ο ίδιος μ’ αυτή του τη στάση. Μη έχοντας, λοιπόν, τίποτα να δώσει, παίρνει αχόρταγα από αυτούς που τραβά κοντά του, μέχρι να τους αδειάσει τελείως.
Ως ενεργειακό βαμπίρ, ρουφά άπληστα την ενέργεια εκείνου που κάνει το λάθος να τον αφήσει να πλησιάσει, μέχρι τελευταίας ρανίδος. Όμως ακόμα και τότε, δεν προτίθεται ν’ αφήσει το θύμα του να φύγει (κι ας έχει ήδη βρει νέο), καθώς, όπως προαναφέρθηκε, το θεωρεί ιδιοκτησία του και προσπαθεί, χρησιμοποιώντας πάντα μεγάλα λόγια που ασφαλώς δεν πιστεύει, να κερδίσει εκ νέου τον θαυμασμό του, ώστε να μπορέσει ξανά να του ασκήσει εξουσία.
Τη στιγμή που το θύμα του αποφασίσει ν’ απομακρυνθεί (όσοι το έχουν ζήσει, ξέρουν), ο άνθρωπος-παράσιτο, δεχόμενος κριτική και νοιώθοντας πως χάνει τον θαυμασμό, θα πανικοβληθεί και θ’ αντιδράσει έντονα. Θα κάνει ό,τι μπορεί, -στα πλαίσια, πάντα, των περιορισμένων ικανοτήτων του-, για να το κρατήσει.
Θα υποσχεθεί, θα παρακαλέσει, θα φωνάξει, θα κλάψει, αλλά -προσοχή!- σε καμία περίπτωση αυτές του οι αντιδράσεις δεν δηλώνουν επίγνωση των όσων έχει προκαλέσει με τη στάση του. Είναι απλά εκφράσεις του πόνου και του θυμού, που του προκαλεί η απώλεια της εκτίμησης και η τραγική, για κείνον, αίσθηση της ήττας. Του είναι αδύνατον ν’ αποδεχτεί πως δεν έχει πια τον έλεγχο, πως δεν θ’ ακούει πια ότι είναι ο καλύτερος απ’ όλους, καθώς δεν τρέφει εκτίμηση για τον εαυτό του, παρα μόνο μέσω του θαυμασμού των άλλων, οπότε και καταρρακώνεται όταν του λένε “όχι”.
Είναι σύνηθες, τα θύματα να χρειάζονται παραπάνω από μία απόπειρες για να καταφέρουν ν’ απομακρυνθούν. Κι αυτό, διότι αρχικά, μη έχοντας γνώση της πραγματικότητος, δεν κατανοούν τι προκαλεί αυτές τις αντιδράσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ευλόγως υποθέτουν πως είναι απόρροια των δυνατών συναισθημάτων που τρέφει γι’ αυτά το παράσιτο, με αποτέλεσμα να πιστεύουν στις υποσχέσεις του και σ’ όσα τις συνοδεύουν, να το συγχωρούν και να μένουν κοντά του.
Όμως, καμία καλή πράξη δε μένει ατιμώρητη! Οι άνθρωποι-παράσιτα, ασφαλώς, το γνωρίζουν αυτό και το εκμεταλλεύονται στο έπακρο, όπως και κάθε τι άλλο, προς όφελός τους. Αυτό, άλλωστε, ξέρουν να το κάνουν καλά.
Το θετικό είναι πως, η γνωριμία κι η συναναστροφή μαζί τους, μας βοηθούν να αναγνωρίσουμε ευκολότερα και να εκτιμήσουμε περισσότερο, τους ανθρώπους που πραγματικά ξέρουν να αισθάνονται, να εκτιμούν, να αγαπούν, να δίνονται, τους ανθρώπους που πραγματικά αξίζουν το ενδιαφέρον και την προσοχή μας.
Θα ήταν καλύτερα για τους γύρω τους, αλλά κυρίως για τους ίδιους, αν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους. Αν μπορούσαν να προσφέρουν ανάλογα μ’ όσα ζητούν. Αν έπαυαν να θεωρούν πως είναι θεοί και πως έχουν το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται όποιον κι όπως θέλουν, πληγώνοντάς τον.
Αν έβλεπαν πως οι άλλοι έχουν αληθινά συναισθήματα, πως είναι ψυχές που χρειάζονται ενδιαφέρον πραγματικό, όχι πλασματικό. Αν ένοιωθαν ευγνωμοσύνη για ό,τι τους χαριζόταν. Αν γινόταν, οι άλλοι να τους εκτιμούν γι’ αυτό που είναι κι όχι για το θέατρο που πουλάνε και που απέχει τόσο απ’ την πραγματικότητα. Αν ανακάλυπταν την ομορφιά της ανιδιοτέλειας. Αν έκλειναν τα μάτια τους να κοιμηθούν το βράδυ, χωρίς να χρειάζεται να λογαριάσουν πόσες πληγές άνοιξαν, στη διάρκεια της ημέρας που πέρασε, με τη συμπεριφορά τους.
Αν μπορούσαν να κοιτάξουν στα μάτια έναν άνθρωπο που τους αγάπησε και τους στήριξε πραγματικά, χωρίς να χρειάζεται να λένε γελοιότητες στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την προδοσία με την οποία του το ανταπέδωσαν.
Αν ήταν ήσυχοι πως έδωσαν όσα πήραν ή και κάτι παραπάνω. Αν ήταν ικανοί να νοιώσουν αυτό το μεγαλείο ψυχής, θα μπορούσαν να είναι γεμάτοι, ολοκληρωμένοι κι ευτυχισμένοι άνθρωποι.
Αυτά, βέβαια, για να γίνουν κατανοητά από κάποιον, θα πρέπει να έχει ικανότητα αυτογνωσίας, αληθινών συναισθημάτων, σκέψης κι αυτοκριτικής.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, μια σημαντική γι’ αυτούς απώλεια, είναι δυνατόν να τους ταρακουνήσει κάπως κι ίσως να τους κάνει να εκτιμήσουν σ’ ένα βαθμό αυτό που είχαν, μα ακόμα κι αυτό, σπανιότατα φτάνει για ν’ αλλάξουν το ο,τιδήποτε. Οι άνθρωποι-παράσιτα, είναι άνθρωποι απείρως αχάριστοι, ρηχοί, της στιγμής, του εαυτούλη τους κι αρκετά αφελείς, ώστε να αγνοούν πως για κάθε τι που κάνουν, θα κληθούν να πληρώσουν το τίμημα. Γι’ αυτό και δεν πρέπει ποτέ να στηρίζεστε πάνω τους. Θα εκμεταλλευτούν ακόμα και την τελευταία σας αδυναμία. Beware!
Ίσως να είναι συγγενής ανωμαλία, ίσως να φταίει ο τρόπος που τους μεγάλωσαν, τι σημασία έχει…
Σημασία έχει πως, αν ποτέ,.. λέμε τώρα, κάποιος απο δαύτους κατανοήσει τη φύση της ύπαρξής του και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στους ανθρώπους που τρέφουν αληθινά συναισθήματα, θα τρομάξει.
Ευτυχώς, για τους ανθρώπους-παράσιτα, η πιθανότητα να φτάσει τόσο μακριά το όποιο μυαλό διαθέτουν, είναι από μηδαμινή εως ανύπαρκτη. Δυστυχώς, για όσους δεν έχουν τη δύναμη να φύγουν από κοντά τους.
Κι αν αυτός που βίωσε μια ανάλογη τραυματική εμπειρία αισθάνθηκε πληγωμένος απ’ την αχαριστία του παρασίτου κι ανόητος που γελάστηκε, τελικά αυτό που μένει κι έχει αξία, είναι η ανακούφιση που, έστω κι αργά, απηλλάγη του βάρους, κυρίως όμως η ευτυχής διαπίστωση πως ό,τι έδωσε ήταν αληθινό, πως ό,τι ένοιωσε ήταν αληθινό, πως ό,τι είπε ήταν αληθινό, πως ο ίδιος ήταν αληθινός, πως στάθηκε ανώτερος των περιστάσεων.
Πηγή: ΝΙΩΘΩ